- Νιου Ντιλ
- (New Deal). Σύνολο μέτρων που εφάρμοσε η κυβέρνηση των ΗΠΑ για ν’ αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα που προκάλεσε η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929. Όταν ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ ανέλαβε την προεδρία τον Μάρτιο του 1933, η οικονομική κατάσταση ήταν στο χείλος της καταστροφής: οι μεγάλες τράπεζες ήταν έτοιμες να κλείσουν, η βιομηχανική παραγωγή είχε σχεδόν παραλύσει και ο αριθμός των ανέργων πλησίαζε τα 14 εκατομμύρια. Κάτω από τις συνθήκες αυτές ο Ρούσβελτ εφάρμοσε την πολιτική του Ν.Ν., δηλαδή μια πολιτική με νέες αντιλήψεις, περισσότερο προσαρμοσμένες στην οικονομική πραγματικότητα από τις αντιλήψεις του προηγούμενου προέδρου Χούβερ. Τα κυριότερα μέτρα που εφαρμόστηκαν απέβλεπαν στον περιορισμό της δύναμης των μονοπωλίων, στην εθνικοποίηση μερικών βασικών υπηρεσιών, στην εκτέλεση μεγάλων δημόσιων έργων και στην υποστήριξη των τιμών των αγροτικών, προϊόντων. Στον τομέα της εργασίας το Ν.Ν. επέβαλε την αρχή της ελευθερίας του συνδικαλισμού και των συλλογικών συμβάσεων, καθώς κι ένα σύστημα υποχρεωτικών κοινωνικών ασφαλίσεων. Για να βοηθήσει την άνοδο των τιμών και επομένως την παραγωγική δραστηριότητα, ο Ρούσβελτ εγκατέλειψε τις καθιερωμένες αρχές του χρυσού κανόνα και υποτίμησε το δολάριο κατά 59,69 %. Η μεγάλη επιβάρυνση που επέβαλε το Ν.Ν. στα δημόσια οικονομικά και στην ιδιωτική οικονομία καλύφθηκε από το οικονομικό δυναμικό των ΗΠΑ που, ακόμα και σε περίοδο κρίσης, διέθετε απέραντους πόρους. Αν και δεν κατόρθωσε να εξαφανίσει την ανεργία, το Ν.Ν. είχε γενικά ευεργετικά αποτελέσματα.
Dictionary of Greek. 2013.